Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνηκίτης
κνηκοειδής
κνηκόπυρος
κνηκός
κνῆκος
κνηκοσυμμιγής
κνηκοφόρος
κνήκων
κνήμαργος
κνήμη
κνημία
κνημιαῖος
Κνημῖδες
κνημιδοφόρος
κνημιοπαχής
κνημίς
Κνημίς
Κνῆμος
κνημός
κνημώδης
κνησιάω
View word page
κνημία
leg

ShortDef

leg

Debugging

Headword:
κνημία
Headword (normalized):
κνημία
Headword (normalized/stripped):
κνημια
IDX:
49098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49099
Key:

Data

{'content': 'leg'}