Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνέφας
κνέωρον
κνέωρος
κνήδιον
κνηθιάω
κνηθμός
κνήθω
κνηκίας
κνήκινος
κνηκίς
κνηκίτης
κνηκοειδής
κνηκόπυρος
κνηκός
κνῆκος
κνηκοσυμμιγής
κνηκοφόρος
κνήκων
κνήμαργος
κνήμη
κνημία
View word page
κνηκίτης
gem

ShortDef

gem

Debugging

Headword:
κνηκίτης
Headword (normalized):
κνηκίτης
Headword (normalized/stripped):
κνηκιτης
IDX:
49088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49089
Key:

Data

{'content': 'gem'}