Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνάω
κνεφάζω
κνεφαῖος
κνέφαλλον
κνέφας
κνέωρον
κνέωρος
κνήδιον
κνηθιάω
κνηθμός
κνήθω
κνηκίας
κνήκινος
κνηκίς
κνηκίτης
κνηκοειδής
κνηκόπυρος
κνηκός
κνῆκος
κνηκοσυμμιγής
κνηκοφόρος
View word page
κνήθω
to scratch, tickle

ShortDef

to scratch, tickle

Debugging

Headword:
κνήθω
Headword (normalized):
κνήθω
Headword (normalized/stripped):
κνηθω
IDX:
49084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49085
Key:

Data

{'content': 'to scratch, tickle'}