Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλωστής
κλωστός
κλῶστρον
κλώψ
κμέλεθρον
κμητός
κνάπτω
κναφαλώδης
κναφεῖον
κναφεύς
κναφευτικός
κναφεύω
κναφικός
κνάφισσα
κνάφος
κνάψις
κνάω
κνεφάζω
κνεφαῖος
κνέφαλλον
κνέφας
View word page
κναφευτικός
belonging to a fuller

ShortDef

belonging to a fuller

Debugging

Headword:
κναφευτικός
Headword (normalized):
κναφευτικός
Headword (normalized/stripped):
κναφευτικος
IDX:
49068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49069
Key:

Data

{'content': 'belonging to a fuller'}