Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλωστήριον
κλωστής
κλωστός
κλῶστρον
κλώψ
κμέλεθρον
κμητός
κνάπτω
κναφαλώδης
κναφεῖον
κναφεύς
κναφευτικός
κναφεύω
κναφικός
κνάφισσα
κνάφος
κνάψις
κνάω
κνεφάζω
κνεφαῖος
κνέφαλλον
View word page
κναφεύς
a fuller

ShortDef

a fuller

Debugging

Headword:
κναφεύς
Headword (normalized):
κναφεύς
Headword (normalized/stripped):
κναφευς
IDX:
49067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49068
Key:

Data

{'content': 'a fuller'}