Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλῶσις
κλῶσμα
κλώσσω
κλωστήρ
κλωστήριον
κλωστής
κλωστός
κλῶστρον
κλώψ
κμέλεθρον
κμητός
κνάπτω
κναφαλώδης
κναφεῖον
κναφεύς
κναφευτικός
κναφεύω
κναφικός
κνάφισσα
κνάφος
κνάψις
View word page
κμητός
wrought
ShortDef
wrought
Debugging
Headword:
κμητός
Headword (normalized):
κμητός
Headword (normalized/stripped):
κμητος
IDX:
49063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49064
Key:
Data
{'content': 'wrought'}