Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλώθω
κλωκυδά
κλωμακόεις
κλώμαξ
κλῶμαξ
κλών
κλωνίτης
κλῶνος
κλῳομάστιξ
κλωπεία
κλωπεύω
κλωπικός
κλωποπάτωρ
κλῶσις
κλῶσμα
κλώσσω
κλωστήρ
κλωστήριον
κλωστής
κλωστός
κλῶστρον
View word page
κλωπεύω
to steal

ShortDef

to steal

Debugging

Headword:
κλωπεύω
Headword (normalized):
κλωπεύω
Headword (normalized/stripped):
κλωπευω
IDX:
49050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49051
Key:

Data

{'content': 'to steal'}