Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλωβός
κλωγμός
κλώζω
Κλῶθες
Κλωθώ
κλώθω
κλωκυδά
κλωμακόεις
κλώμαξ
κλῶμαξ
κλών
κλωνίτης
κλῶνος
κλῳομάστιξ
κλωπεία
κλωπεύω
κλωπικός
κλωποπάτωρ
κλῶσις
κλῶσμα
κλώσσω
View word page
κλών
a twig, spray
ShortDef
a twig, spray
Debugging
Headword:
κλών
Headword (normalized):
κλών
Headword (normalized/stripped):
κλων
IDX:
49045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49046
Key:
Data
{'content': 'a twig, spray'}