Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλυτόφημος
κλύω
κλωβίον
κλωβός
κλωγμός
κλώζω
Κλῶθες
Κλωθώ
κλώθω
κλωκυδά
κλωμακόεις
κλώμαξ
κλῶμαξ
κλών
κλωνίτης
κλῶνος
κλῳομάστιξ
κλωπεία
κλωπεύω
κλωπικός
κλωποπάτωρ
View word page
κλωμακόεις
stony, rocky
ShortDef
stony, rocky
Debugging
Headword:
κλωμακόεις
Headword (normalized):
κλωμακόεις
Headword (normalized/stripped):
κλωμακοεις
IDX:
49042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49043
Key:
Data
{'content': 'stony, rocky'}