Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτοτεχνικός
κλυτότοξος
κλυτοφεγγής
κλυτόφημος
κλύω
κλωβίον
κλωβός
κλωγμός
κλώζω
Κλῶθες
Κλωθώ
κλώθω
κλωκυδά
κλωμακόεις
κλώμαξ
κλῶμαξ
κλών
κλωνίτης
κλῶνος
View word page
κλώζω
to croak

ShortDef

to croak

Debugging

Headword:
κλώζω
Headword (normalized):
κλώζω
Headword (normalized/stripped):
κλωζω
IDX:
49037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49038
Key:

Data

{'content': 'to croak'}