Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτοτεχνικός
κλυτότοξος
κλυτοφεγγής
κλυτόφημος
κλύω
κλωβίον
κλωβός
κλωγμός
κλώζω
Κλῶθες
Κλωθώ
κλώθω
κλωκυδά
κλωμακόεις
κλώμαξ
κλῶμαξ
κλών
κλωνίτης
View word page
κλωγμός
the clucking

ShortDef

the clucking

Debugging

Headword:
κλωγμός
Headword (normalized):
κλωγμός
Headword (normalized/stripped):
κλωγμος
IDX:
49036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49037
Key:

Data

{'content': 'the clucking'}