Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλινοπόδιον
κλινοποιική
κλινοποιός
κλινόπους
κλινοπώλιον
κλινοστρόφιον
κλινότροχος
κλινουργός
κλινοχαρής
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισιάδες
κλισιάζω
κλισίη
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλισίον
κλίσιον
κλίσις
κλισμός
View word page
κλίνω
to make to bend, slope; recline

ShortDef

to make to bend, slope; recline

Debugging

Headword:
κλίνω
Headword (normalized):
κλίνω
Headword (normalized/stripped):
κλινω
IDX:
48946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48947
Key:

Data

{'content': 'to make to bend, slope; recline'}