Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλινίς
κλινοκαθέδριον
κλινοκοσμέω
κλινόκοσμοι
κλινοπάλη
κλινοπετής
κλινοπηγία
κλινοπήγιον
κλινοπόδιον
κλινοποιική
κλινοποιός
κλινόπους
κλινοπώλιον
κλινοστρόφιον
κλινότροχος
κλινουργός
κλινοχαρής
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισιάδες
View word page
κλινοποιός
making beds

ShortDef

making beds

Debugging

Headword:
κλινοποιός
Headword (normalized):
κλινοποιός
Headword (normalized/stripped):
κλινοποιος
IDX:
48938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48939
Key:

Data

{'content': 'making beds'}