Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλιμακοφόρος
κλιμακτήρ
κλιμακτηρίζω
κλιμακτηρικός
κλιμακώδης
κλιμακωτός
κλῖμαξ
κλιματάρχης
κλιματικός
κλινάριον
κλινάρχης
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινίς
κλινοκαθέδριον
κλινοκοσμέω
κλινόκοσμοι
κλινοπάλη
View word page
κλινάρχης
one who sits in the first place
ShortDef
one who sits in the first place
Debugging
Headword:
κλινάρχης
Headword (normalized):
κλινάρχης
Headword (normalized/stripped):
κλιναρχης
IDX:
48922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48923
Key:
Data
{'content': 'one who sits in the first place'}