Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλιμακοειδής
κλιμακόεις
κλιμακοφόρος
κλιμακτήρ
κλιμακτηρίζω
κλιμακτηρικός
κλιμακώδης
κλιμακωτός
κλῖμαξ
κλιματάρχης
κλιματικός
κλινάριον
κλινάρχης
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινίς
κλινοκαθέδριον
κλινοκοσμέω
View word page
κλιματικός
pertaining to
ShortDef
pertaining to
Debugging
Headword:
κλιματικός
Headword (normalized):
κλιματικός
Headword (normalized/stripped):
κλιματικος
IDX:
48920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48921
Key:
Data
{'content': 'pertaining to'}