Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλιμάκιον
κλιμακίς
κλιμακοειδής
κλιμακόεις
κλιμακοφόρος
κλιμακτήρ
κλιμακτηρίζω
κλιμακτηρικός
κλιμακώδης
κλιμακωτός
κλῖμαξ
κλιματάρχης
κλιματικός
κλινάριον
κλινάρχης
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινίς
View word page
κλῖμαξ
a ladder

ShortDef

a ladder

Debugging

Headword:
κλῖμαξ
Headword (normalized):
κλῖμαξ
Headword (normalized/stripped):
κλιμαξ
IDX:
48918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48919
Key:

Data

{'content': 'a ladder'}