Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλιμακηδόν
κλιμακίζω
κλιμάκιον
κλιμακίς
κλιμακοειδής
κλιμακόεις
κλιμακοφόρος
κλιμακτήρ
κλιμακτηρίζω
κλιμακτηρικός
κλιμακώδης
κλιμακωτός
κλῖμαξ
κλιματάρχης
κλιματικός
κλινάριον
κλινάρχης
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
View word page
κλιμακώδης
like stairs

ShortDef

like stairs

Debugging

Headword:
κλιμακώδης
Headword (normalized):
κλιμακώδης
Headword (normalized/stripped):
κλιμακωδης
IDX:
48916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48917
Key:

Data

{'content': 'like stairs'}