Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλιμακεών
κλιμακηδόν
κλιμακίζω
κλιμάκιον
κλιμακίς
κλιμακοειδής
κλιμακόεις
κλιμακοφόρος
κλιμακτήρ
κλιμακτηρίζω
κλιμακτηρικός
κλιμακώδης
κλιμακωτός
κλῖμαξ
κλιματάρχης
κλιματικός
κλινάριον
κλινάρχης
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
View word page
κλιμακτηρικός
climacterical

ShortDef

climacterical

Debugging

Headword:
κλιμακτηρικός
Headword (normalized):
κλιμακτηρικός
Headword (normalized/stripped):
κλιμακτηρικος
IDX:
48915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48916
Key:

Data

{'content': 'climacterical'}