Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλίμα
κλιμακεών
κλιμακηδόν
κλιμακίζω
κλιμάκιον
κλιμακίς
κλιμακοειδής
κλιμακόεις
κλιμακοφόρος
κλιμακτήρ
κλιμακτηρίζω
κλιμακτηρικός
κλιμακώδης
κλιμακωτός
κλῖμαξ
κλιματάρχης
κλιματικός
κλινάριον
κλινάρχης
κλίνειος
κλίνη
View word page
κλιμακτηρίζω
mark a critical period

ShortDef

mark a critical period

Debugging

Headword:
κλιμακτηρίζω
Headword (normalized):
κλιμακτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
κλιμακτηριζω
IDX:
48914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48915
Key:

Data

{'content': 'mark a critical period'}