Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κληρωτός
κληρωτρίς
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητικός
κλητός
κλήτωρ
κλίμα
κλιμακεών
κλιμακηδόν
κλιμακίζω
κλιμάκιον
κλιμακίς
κλιμακοειδής
κλιμακόεις
κλιμακοφόρος
κλιμακτήρ
κλιμακτηρίζω
View word page
κλίμα
an inclination, slope

ShortDef

an inclination, slope

Debugging

Headword:
κλίμα
Headword (normalized):
κλίμα
Headword (normalized/stripped):
κλιμα
IDX:
48904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48905
Key:

Data

{'content': 'an inclination, slope'}