Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
ἀγκλάριον
ἄγκοινα
ἀγκοίνη
ἀγκονίω
ἄγκος
ἀγκτήρ
ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
View word page
ἀγκοίνη
the bent arm; see ἄγκοινα
ShortDef
the bent arm; see ἄγκοινα
Debugging
Headword:
ἀγκοίνη
Headword (normalized):
ἀγκοίνη
Headword (normalized/stripped):
αγκοινη
IDX:
488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-489
Key:
Data
{'content': 'the bent arm; see ἄγκοινα'}