Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτής
κληρωτί
κληρωτικός
κληρωτός
κληρωτρίς
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητικός
κλητός
κλήτωρ
κλίμα
κλιμακεών
κλιμακηδόν
View word page
κλῆσις
a calling, call

ShortDef

a calling, call

Debugging

Headword:
κλῆσις
Headword (normalized):
κλῆσις
Headword (normalized/stripped):
κλησις
IDX:
48896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48897
Key:

Data

{'content': 'a calling, call'}