Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κληρούχημα
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτής
κληρωτί
κληρωτικός
κληρωτός
κληρωτρίς
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητικός
κλητός
κλήτωρ
κλίμα
View word page
κληρωτός
appointed by lot

ShortDef

appointed by lot

Debugging

Headword:
κληρωτός
Headword (normalized):
κληρωτός
Headword (normalized/stripped):
κληρωτος
IDX:
48894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48895
Key:

Data

{'content': 'appointed by lot'}