Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κληρουχαρχέω
κληρουχέω
κληρούχημα
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτής
κληρωτί
κληρωτικός
κληρωτός
κληρωτρίς
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητικός
κλητός
View word page
κληρωτί
by lot
ShortDef
by lot
Debugging
Headword:
κληρωτί
Headword (normalized):
κληρωτί
Headword (normalized/stripped):
κληρωτι
IDX:
48892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48893
Key:
Data
{'content': 'by lot'}