Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κληρουργία
κληρουχαρχέω
κληρουχέω
κληρούχημα
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτής
κληρωτί
κληρωτικός
κληρωτός
κληρωτρίς
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
κλητεύω
κλητήρ
κλητικός
View word page
κληρωτής
one who presided over elections by lot
ShortDef
one who presided over elections by lot
Debugging
Headword:
κληρωτής
Headword (normalized):
κληρωτής
Headword (normalized/stripped):
κληρωτης
IDX:
48891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48892
Key:
Data
{'content': 'one who presided over elections by lot'}