Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κληροπαλής
κλῆρος
κλῆρος2
κληρουργία
κληρουχαρχέω
κληρουχέω
κληρούχημα
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτής
κληρωτί
κληρωτικός
κληρωτός
κληρωτρίς
κλῆσις
κλῇσις
κλητέος
View word page
κληρόω
to appoint
ShortDef
to appoint
Debugging
Headword:
κληρόω
Headword (normalized):
κληρόω
Headword (normalized/stripped):
κληροω
IDX:
48888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48889
Key:
Data
{'content': 'to appoint'}