Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κλῆρος2
κληρουργία
κληρουχαρχέω
κληρουχέω
κληρούχημα
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτής
κληρωτί
κληρωτικός
κληρωτός
κληρωτρίς
κλῆσις
κλῇσις
View word page
κληροῦχος
one who held an allotment of land
ShortDef
one who held an allotment of land
Debugging
Headword:
κληροῦχος
Headword (normalized):
κληροῦχος
Headword (normalized/stripped):
κληρουχος
IDX:
48887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48888
Key:
Data
{'content': 'one who held an allotment of land'}