Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονομιαῖος
κληρονομικός
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κλῆρος2
κληρουργία
κληρουχαρχέω
κληρουχέω
κληρούχημα
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτής
κληρωτί
κληρωτικός
View word page
κληρουχέω
to obtain by allotment, to have allotted to one

ShortDef

to obtain by allotment, to have allotted to one

Debugging

Headword:
κληρουχέω
Headword (normalized):
κληρουχέω
Headword (normalized/stripped):
κληρουχεω
IDX:
48883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48884
Key:

Data

{'content': 'to obtain by allotment, to have allotted to one'}