Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κληρονομέω
κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονομιαῖος
κληρονομικός
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κλῆρος2
κληρουργία
κληρουχαρχέω
κληρουχέω
κληρούχημα
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
κληρόω
κλήρωσις
κληρωτήριον
κληρωτής
κληρωτί
View word page
κληρουχαρχέω
to be governor of a κληρουχία

ShortDef

to be governor of a κληρουχία

Debugging

Headword:
κληρουχαρχέω
Headword (normalized):
κληρουχαρχέω
Headword (normalized/stripped):
κληρουχαρχεω
IDX:
48882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48883
Key:

Data

{'content': 'to be governor of a κληρουχία'}