Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κληματώδης
Κλήμης
κληρικός
κληροδοσία
κληροδοτέω
κληρονομέω
κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονομιαῖος
κληρονομικός
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κλῆρος2
κληρουργία
κληρουχαρχέω
κληρουχέω
κληρούχημα
κληρουχία
κληρουχικός
κληροῦχος
View word page
κληρονόμος
one who receives a portion
ShortDef
one who receives a portion
Debugging
Headword:
κληρονόμος
Headword (normalized):
κληρονόμος
Headword (normalized/stripped):
κληρονομος
IDX:
48877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48878
Key:
Data
{'content': 'one who receives a portion'}