Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κληματίς
κληματῖτις
κληματόδεσις
κληματόεις
κληματόομαι
κληματώδης
Κλήμης
κληρικός
κληροδοσία
κληροδοτέω
κληρονομέω
κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονομιαῖος
κληρονομικός
κληρονόμος
κληροπαλής
κλῆρος
κλῆρος2
κληρουργία
κληρουχαρχέω
View word page
κληρονομέω
to receive a share of an inheritance, to inherit a portion
ShortDef
to receive a share of an inheritance, to inherit a portion
Debugging
Headword:
κληρονομέω
Headword (normalized):
κληρονομέω
Headword (normalized/stripped):
κληρονομεω
IDX:
48872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48873
Key:
Data
{'content': 'to receive a share of an inheritance, to inherit a portion'}