Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κληματίζω
κληματικός
κλημάτινος
κληματίς
κληματῖτις
κληματόδεσις
κληματόεις
κληματόομαι
κληματώδης
Κλήμης
κληρικός
κληροδοσία
κληροδοτέω
κληρονομέω
κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονομιαῖος
κληρονομικός
View word page
κληματόομαι
put forth tendrils

ShortDef

put forth tendrils

Debugging

Headword:
κληματόομαι
Headword (normalized):
κληματόομαι
Headword (normalized/stripped):
κληματοομαι
IDX:
48866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48867
Key:

Data

{'content': 'put forth tendrils'}