Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κληματίζω
κληματικός
κλημάτινος
κληματίς
κληματῖτις
κληματόδεσις
κληματόεις
κληματόομαι
κληματώδης
Κλήμης
κληρικός
κληροδοσία
κληροδοτέω
κληρονομέω
κληρονόμημα
View word page
κληματῖτις
with long climbing branches
ShortDef
with long climbing branches
Debugging
Headword:
κληματῖτις
Headword (normalized):
κληματῖτις
Headword (normalized/stripped):
κληματιτις
IDX:
48863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48864
Key:
Data
{'content': 'with long climbing branches'}