Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλῄζω
κλῄζω2
κλήθρα
κλήθρη
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κληματίζω
κληματικός
κλημάτινος
κληματίς
κληματῖτις
κληματόδεσις
κληματόεις
κληματόομαι
κληματώδης
Κλήμης
κληρικός
View word page
κληματίζω
prune vines

ShortDef

prune vines

Debugging

Headword:
κληματίζω
Headword (normalized):
κληματίζω
Headword (normalized/stripped):
κληματιζω
IDX:
48859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48860
Key:

Data

{'content': 'prune vines'}