Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κληδονισμός
κληδών
κλῄζω
κλῄζω2
κλήθρα
κλήθρη
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κληματίζω
κληματικός
κλημάτινος
κληματίς
κληματῖτις
κληματόδεσις
κληματόεις
κληματόομαι
κληματώδης
View word page
κληίω
shut (κλείω)
ShortDef
shut (κλείω)
Debugging
Headword:
κληίω
Headword (normalized):
κληίω
Headword (normalized/stripped):
κληιω
IDX:
48857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48858
Key:
Data
{'content': 'shut (κλείω)'}