Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κληδόνισμα
κληδονισμός
κληδών
κλῄζω
κλῄζω2
κλήθρα
κλήθρη
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κληματίζω
κληματικός
κλημάτινος
κληματίς
κληματῖτις
κληματόδεσις
κληματόεις
κληματόομαι
View word page
κληϊστός
that may be closed

ShortDef

that may be closed

Debugging

Headword:
κληϊστός
Headword (normalized):
κληϊστός
Headword (normalized/stripped):
κληιστος
IDX:
48856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48857
Key:

Data

{'content': 'that may be closed'}