Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κληδόνιος
κληδόνισμα
κληδονισμός
κληδών
κλῄζω
κλῄζω2
κλήθρα
κλήθρη
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κληματίζω
κληματικός
κλημάτινος
κληματίς
κληματῖτις
κληματόδεσις
κληματόεις
View word page
κληΐσκω
call

ShortDef

call

Debugging

Headword:
κληΐσκω
Headword (normalized):
κληΐσκω
Headword (normalized/stripped):
κληισκω
IDX:
48855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48856
Key:

Data

{'content': 'call'}