Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κλεώνυμος
κλήδην
κληδονίζω
κληδόνιος
κληδόνισμα
κληδονισμός
κληδών
κλῄζω
κλῄζω2
κλήθρα
κλήθρη
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κληματίζω
κληματικός
κλημάτινος
κληματίς
View word page
κλήθρη
alder

ShortDef

alder

Debugging

Headword:
κλήθρη
Headword (normalized):
κλήθρη
Headword (normalized/stripped):
κληθρη
IDX:
48852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48853
Key:

Data

{'content': 'alder'}