Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κλέων
Κλεωναί
Κλεώνυμος
κλήδην
κληδονίζω
κληδόνιος
κληδόνισμα
κληδονισμός
κληδών
κλῄζω
κλῄζω2
κλήθρα
κλήθρη
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
κληματίζω
κληματικός
View word page
κλῄζω2
[to shut > κλείω]

ShortDef

to make famous; mention, call
[to shut > κλείω]

Debugging

Headword:
κλῄζω2
Headword (normalized):
κλῄζω
Headword (normalized/stripped):
κληζω2
IDX:
48850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48851
Key:

Data

{'content': '[to shut > κλείω]'}