Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλέω
κλέω2
Κλέων
Κλεωναί
Κλεώνυμος
κλήδην
κληδονίζω
κληδόνιος
κληδόνισμα
κληδονισμός
κληδών
κλῄζω
κλῄζω2
κλήθρα
κλήθρη
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
κληίω
κλῆμα
View word page
κληδών
an omen, rumor
ShortDef
an omen, rumor
Debugging
Headword:
κληδών
Headword (normalized):
κληδών
Headword (normalized/stripped):
κληδων
IDX:
48848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48849
Key:
Data
{'content': 'an omen, rumor'}