Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλεψίχωλος
κλεψύδρα
κλέω
κλέω2
Κλέων
Κλεωναί
Κλεώνυμος
κλήδην
κληδονίζω
κληδόνιος
κληδόνισμα
κληδονισμός
κληδών
κλῄζω
κλῄζω2
κλήθρα
κλήθρη
κλήθρινος
κληΐς
κληΐσκω
κληϊστός
View word page
κληδόνισμα
sign, omen
ShortDef
sign, omen
Debugging
Headword:
κληδόνισμα
Headword (normalized):
κληδόνισμα
Headword (normalized/stripped):
κληδονισμα
IDX:
48846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48847
Key:
Data
{'content': 'sign, omen'}