Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλεπτέον
κλεπτέος
κλέπτης
κλεπτίδης
κλεπτικός
κλέπτις
κλεπτίστατος
κλεπτοσύνη
κλεπτοτελωνέω
κλεπτοτρόφος
κλέπτω
κλέψ
κλεψίαμβος
κλεψίγαμος
κλεψιμαῖος
κλεψίνοος
κλεψιποτέω
κλεψίρρυτος
κλεψιτόκος
κλεψίφρων
κλεψίχωλος
View word page
κλέπτω
to steal, filch, purloin

ShortDef

to steal, filch, purloin

Debugging

Headword:
κλέπτω
Headword (normalized):
κλέπτω
Headword (normalized/stripped):
κλεπτω
IDX:
48826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48827
Key:

Data

{'content': 'to steal, filch, purloin'}