Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κλειτόμαχος
κλειτοριάζω
κλειτορίς
κλεῖτος
Κλεῖτος
κλειτός
κλεῖτος2
Κλειτοφῶν
κλειτύς
Κλειώ
κλείω
κλείω2
κλείω3
κλέμμα
κλεμμάδιος
κλεμμύς
Κλεόβουλος
Κλεόμβροτος
Κλεομένης
Κλεομενισταί
Κλεοπάτρα
View word page
κλείω
to shut, close, bar

ShortDef

to shut, close, bar
[Epic, celebrate > κλέω]
[Epic, call > κλέω2]

Debugging

Headword:
κλείω
Headword (normalized):
κλείω
Headword (normalized/stripped):
κλειω
IDX:
48800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48801
Key:

Data

{'content': 'to shut, close, bar'}