Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλεισούρα
κλειστός
Κλειτόμαχος
κλειτοριάζω
κλειτορίς
κλεῖτος
Κλεῖτος
κλειτός
κλεῖτος2
Κλειτοφῶν
κλειτύς
Κλειώ
κλείω
κλείω2
κλείω3
κλέμμα
κλεμμάδιος
κλεμμύς
Κλεόβουλος
Κλεόμβροτος
Κλεομένης
View word page
κλειτύς
slope, hillside
ShortDef
slope, hillside
Debugging
Headword:
κλειτύς
Headword (normalized):
κλειτύς
Headword (normalized/stripped):
κλειτυς
IDX:
48798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48799
Key:
Data
{'content': 'slope, hillside'}