Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλεῖσμα
κλεισμός
κλεισούρα
κλειστός
Κλειτόμαχος
κλειτοριάζω
κλειτορίς
κλεῖτος
Κλεῖτος
κλειτός
κλεῖτος2
Κλειτοφῶν
κλειτύς
Κλειώ
κλείω
κλείω2
κλείω3
κλέμμα
κλεμμάδιος
κλεμμύς
Κλεόβουλος
View word page
κλεῖτος2
[cliff, also κλῖτος, κλειτύς]

ShortDef

[fame > κλέος]
Clitus
[cliff, also κλῖτος, κλειτύς]

Debugging

Headword:
κλεῖτος2
Headword (normalized):
κλεῖτος
Headword (normalized/stripped):
κλειτος2
IDX:
48796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48797
Key:

Data

{'content': '[cliff, also κλῖτος, κλειτύς]'}