Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλειθριώδης
κλεῖθρον
κλειθροποιός
κλεινία
Κλεινίας
Κλεινίειος
κλεινός
κλείς
Κλεισθένης
κλεισία
κλεισιάδες
Κλεισιδίκη
κλεισίον
κλεῖσμα
κλεισμός
κλεισούρα
κλειστός
Κλειτόμαχος
κλειτοριάζω
κλειτορίς
κλεῖτος
View word page
κλεισιάδες
door opening into the κλεισίον, street-door of a house
ShortDef
door opening into the κλεισίον, street-door of a house
Debugging
Headword:
κλεισιάδες
Headword (normalized):
κλεισιάδες
Headword (normalized/stripped):
κλεισιαδες
IDX:
48783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48784
Key:
Data
{'content': 'door opening into the κλεισίον, street-door of a house'}