Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλειδίον
κλειδοποιός
κλειδουχέω
κλειδοῦχος
κλειδοφορέω
κλειδοφυλάκιον
κλειδοφύλαξ
κλειδόω
κλείδωμα
κλείζω
κλειθρία
κλειθριώδης
κλεῖθρον
κλειθροποιός
κλεινία
Κλεινίας
Κλεινίειος
κλεινός
κλείς
Κλεισθένης
κλεισία
View word page
κλειθρία
a keyhole
ShortDef
a keyhole
Debugging
Headword:
κλειθρία
Headword (normalized):
κλειθρία
Headword (normalized/stripped):
κλειθρια
IDX:
48772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48773
Key:
Data
{'content': 'a keyhole'}