Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλειδαγωγία
Κλεῖδες
Κλείδικος
κλειδίον
κλειδοποιός
κλειδουχέω
κλειδοῦχος
κλειδοφορέω
κλειδοφυλάκιον
κλειδοφύλαξ
κλειδόω
κλείδωμα
κλείζω
κλειθρία
κλειθριώδης
κλεῖθρον
κλειθροποιός
κλεινία
Κλεινίας
Κλεινίειος
κλεινός
View word page
κλειδόω
lock up
ShortDef
lock up
Debugging
Headword:
κλειδόω
Headword (normalized):
κλειδόω
Headword (normalized/stripped):
κλειδοω
IDX:
48769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48770
Key:
Data
{'content': 'lock up'}