Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κλέβδην
κλειδαγωγία
Κλεῖδες
Κλείδικος
κλειδίον
κλειδοποιός
κλειδουχέω
κλειδοῦχος
κλειδοφορέω
κλειδοφυλάκιον
κλειδοφύλαξ
κλειδόω
κλείδωμα
κλείζω
κλειθρία
κλειθριώδης
κλεῖθρον
κλειθροποιός
κλεινία
Κλεινίας
Κλεινίειος
View word page
κλειδοφύλαξ
one who keeps the keys

ShortDef

one who keeps the keys

Debugging

Headword:
κλειδοφύλαξ
Headword (normalized):
κλειδοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
κλειδοφυλαξ
IDX:
48768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48769
Key:

Data

{'content': 'one who keeps the keys'}