Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαῦμα
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσιμος
κλαῦσις
κλαυστήρ
κλαυστικός
κλαυστός
κλάω
κλάω2
Κλέανδρος
Κλεάνθης
Κλεάνωρ
Κλέαρχος
κλέβδην
κλειδαγωγία
Κλεῖδες
Κλείδικος
View word page
κλαυστός
wept, bewailed: to be bewailed, mournful
ShortDef
wept, bewailed: to be bewailed, mournful
Debugging
Headword:
κλαυστός
Headword (normalized):
κλαυστός
Headword (normalized/stripped):
κλαυστος
IDX:
48751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48752
Key:
Data
{'content': 'wept, bewailed: to be bewailed, mournful'}